Πορτοκαλί τέντα

«Γαμώτο, η τέντα που αγόρασα δεν είναι καλή, δε μας χωράει και κλείνει με μεγάλη δυσκολία!! Δεν έκανα καλή επιλογή… Σκατά…!!!»

Είχες τα νεύρα σου. Αμέσως σε κατάλαβε. Σε ήξερε πια. Για να βρίζεις σημαίνει ότι ήσουν τσατισμένος. Είχες αγοράσει μια πορτοκαλί τέντα για τον ήλιο, αντί για ομπρέλα. Για τις διακοπές σας. Δώδεκα μέρες, δώδεκα νύχτες στην Ικαρία μαζί της. Και ήθελες όλα να είναι τέλεια, να μη βρεθεί τίποτα να σας χαλάσει τη μαγεία.

Ευτυχώς, η τέντα σάς χώρεσε μια χαρά. Μπορεί να είχε μια μικρή δυσκολία στο κλείσιμο, αλλά δεν πειράζει, το αναλάμβανες εσύ, σε βοηθούσε κι εκείνη, ε, σιγά το πράγμα, τσάμπα νευρίασες!

Και πού δεν πήγατε εκείνο το καλοκαίρι…!!! Κολυμπήσατε στο Ανεφάντι και στο Κεραμέ και χαρήκατε τις παραλίες ολομόναχοι… Κατεβήκατε στο Δράκανο («μου θυμίζει Παπαδιαμάντη, μ’ ένα ξωκλήσι στη μέση του πουθενά», είχες πει) και μαζέψατε ρίγανη απ’ το μονοπάτι… Βρεθήκατε στις Σεϋχέλλες και απορήσατε με τον κόσμο που κατέβαινε σε κοπάδια (Αύγουστος, ντε!) για να κολυμπήσει στην περιβόητη παραλία… Παίξατε με τα κύματα στη Μεσακτή και στο Λιβάδι και χαζέψατε τους αμετανόητους σέρφερς. Διασχίσατε το ποταμάκι στο Να και κάνατε θυσία στην Αρτέμιδα… Σε κάθε παραλία στήνατε την πορτοκαλί τέντα, ξαπλώνατε από κάτω και χαιρόσασταν το καλοκαίρι και τον έρωτα… Και τότε όλος ο κόσμος γινόταν ένα πορτοκαλί κρεβάτι, μεγάλο και καυτό σαν τον ήλιο… Ήσασταν μαζί κι αυτό μετρούσε… Κι ήσουν τόσο ευτυχισμένος… Για τίποτα στον κόσμο δε θα χαλούσες αυτή την ευτυχία…

«Θα ξανάρθω», της είπες. «Θα σε περιμένω», σου απάντησε. «Πάντα»

Σοφία Κ.

Υ. Γ.: Την πορτοκαλί τέντα σου την έχω μόνιμα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου. Μα δεν μπορώ να τη χρησιμοποιήσω ξανά. Φταίει μάλλον που δεν έμαθα ποτέ να την κλείνω…

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις από τις φιλοξενούμενες πένες.