Το πλοίο - κλεφτης

photo: KaterinaRaed

Της είχε πει πως δε θ’ αργούσε. Αυτό το ταξίδι θα ήταν μικρό και ο χρόνος θα περνούσε χωρίς ούτε καν να το καταλάβει. Ο χρόνος όμως περνούσε κι αυτή το καταλάβαινε μια χαρά.

Κι ετούτη τη φορά το καταλάβαινε κι εκείνος. Έτυχε κι ο καπετάνιος του ήταν κακός, βασανιστικός, αδίσταχτος. Ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα. Και χωρίς skype, μόνο με 1-2 βιαστικά δορυφορικά τηλεφωνήματα των πέντε λεπτών κάθε βδομάδα, τι επαφή να έχει μαζί της; Αποξενώθηκαν…

Μέσα σ’ αυτό το καράβι, λίγο λίγο, μέρα με τη μέρα, άρχισε να απογυμνώνεται συναισθηματικά. Δεν την άκουγε, δεν ένιωθε τίποτα, δεν αντιδρούσε, ήταν απλά εκεί στο ακουστικό για τα πέντε λεπτά που μπορούσε και μετά πάλι πίσω στη δουλειά ή στο κρεβάτι του. Ήταν απλά, απόλυτα θλιμμένος. Μα άντεχε ακόμα. Ήταν και δυνατός.

Εκείνη ήταν μόνη. Με δυο παιδιά, ναι, αλλά χωρίς αυτόν. Μόνο οι πιο κρυφοί και σκοτεινοί Θεοί της δικής της απύθμενης καρδιάς ήξεραν πόσο πολύ τον αγαπούσε. Πόσο άδειαζε όταν τον αποχαιρετούσε. Πόσο αδύνατον της ήταν να το συνηθίσει αυτό το «αντίο αγάπη μου» που έλεγαν κάθε τόσους μήνες.

Και η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να το συνηθίσει. Ήθελε να μείνει ατόφιος ο έρωτάς της γι’ αυτόν. Να πονάει τόσο κι ακόμα περισσότερο κάθε φορά που άφηνε με δυσκολία τα χέρια του στο αεροδρόμιο. Ήθελε να τον θέλει έτσι για πάντα.

Κι έτσι κι έγινε. Κάθε πρωί ξυπνούσε με μισόκλειστα βλέφαρα, χωρίς να θέλει να σηκωθεί. Μετά, τα έκανε όλα σωστά, αλλά τίποτα δεν ήταν πολύχρωμο χωρίς αυτόν. Θα μου πεις, δηλαδή τι θα έκανε αν ήταν πεθαμένος; Τίποτα δε θα έκανε. Μάλλον θα ήταν ακόμα πιο θλιμμένη φαντάζομαι.

Βαριόταν τα πάντα κι έλεγε συχνά στον κόσμο χαμογελώντας «έχω αρχίσει και συνηθίζω σιγά σιγά», μα στην πραγματικότητα είχε απλώς κάποιες μέρες καλύτερες από τις άλλες. Όμως δεν τους το ‘λεγε αυτό. Το ψέμα ήταν κομμάτι της ιστορίας τους, αυτού του ατέρμονου ρομάντσου με πρωταγωνιστή ένα πλοίο-κλέφτη του αγαπητικού της.

Και όλη μέρα περίμενε, μετρώντας αντίστροφα, τη στιγμή εκείνη που θα χτυπούσε το τηλέφωνο και θα της έλεγε «Τι κάνεις, ωραία μου; Μη μου πεις ότι στεναχωριέσαι; Να, σε λίγο έρχομαι, ούτε που θα το καταλάβεις!».

Μα το καταλάβαινε κάθε φορά κι ακόμα και τα παιδιά τους εκείνους τους μήνες μεγάλωναν στα ξαφνικά  και φέρονταν όπως οι μεγάλοι, παρηγορούσαν και χάιδευαν τη μανούλα τους με τα μικρά τους χεράκια, δεν την ταλαιπωρούσαν και τη φρόντιζαν λες και ήταν αυτή το μωρό.

«Πες μας την ιστορία με την πρόταση γάμου» της λέγανε. Φυσικά πρόταση γάμου δεν είχε γίνει ποτέ, αλλά κάτι έπρεπε να τους λέει κι αυτή η δόλια, με όλες τις ερωτήσεις του κόσμου που ξεχύνονταν αθώα απ’ τα μικρά χειλάκια τους.

Τα έπαιρνε λοιπόν αγκαλιά και τους έλεγε ότι παλιά, πολύ παλιά, με τον Ισίδωρο ήταν ζευγάρι για πολύ λίγο καιρό, έξι μήνες περίπου. Αγαπιόντουσαν πολύ, μα η Ισμήνη ήταν ζηλιάρα. Όλο σκεφτόταν τις κοπέλες που ήτανε μαζί του πιο πριν και της ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι! Και ήρθε λοιπόν ο καιρός να φύγει ο Ισίδωρος με το καράβι, αλλά δεν ήξεραν τι θα έκαναν. Θα ήταν μαζί; Όχι; Θα τον περίμενε; Τι ήθελαν ήταν το μόνο που δεν είχαν πει ποτέ ο ένας στον άλλο, μολονότι ήταν τόσο φλύαροι που κι αυτοί οι ίδιοι κουράζονταν καμιά φορά.

Κι έτσι λοιπόν, καθώς μάζευε τη βαλίτσα του, του είπε με δυνατή φωνή ‘Φεύγεις για τόσο καιρό και μια φωτογραφία μου δεν πήρες, Σιδερή. Καθόλου δεν θα σου λείψω;’. ‘Α μου λείψεις’ της απάντησε με το βλέμμα κάτω. ‘Των άλλων που είχες πιο παλιά, πάντα έπαιρνες φωτογραφίες, τα ξέρω όλα εγώ, μην κοιτάς που δε μιλάω, δική μου γιατί δεν παίρνεις δηλαδή; Λίγη σου πέφτει η μούρη μου;’. Σηκώθηκε όρθιος και πήγε προς την πόρτα. Κι από την πόρτα της είπε μετά από μια παύση, ’Γιατί Ισμηνάκι εγώ έχω καταλήξει. Μ’ εσένα θα την περάσω τη ζωή μου και δεν πα να λες εσύ για τις άλλες. Κι εσένα, όταν θα βλέπω τη φωτογραφία σου, θα με πονάει η καρδιά μου. Γι’ αυτό δεν την παίρνω. Κατάλαβες;’. Και το Ισμηνάκι του είπε «Αγάπη μου….».

Αλεξία Παλαιστή
alexpalester@yahoo.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις της Αλεξίας Παλαιστή.

ikariastore banner