Η σιωπή της Ναυκράτης

Ο νέος μόλις είχε μπει στο σπίτι της όταν έπεσε πάνω στον πίνακα του Charles Paul Landon που απέδιδε τον Δαίδαλο να βοηθά τον γιο του να ανυψωθεί. Την βρήκε όρθια στην πίσω αυλή, δίπλα σε μια πέρδικα που έστεκε στο κλαδί με ένα νεκρό φίδι στο στόμα. Δε γνώριζε την ύπαρξη αυτής της γυναίκας. Τον είχε καλέσει η ίδια. Του είπε ότι ήθελε να του μιλήσει. Μάλιστα, η φράση που χρησιμοποίησε ακριβώς ήταν: «Ήρθε η ώρα!».

Τον έβαλε κάτω από μια παμπάλαια κουτσουρεμένη λυγαριά και κάθισε δίπλα του – πρώτη φορά καθόταν κάποιος δίπλα του για να μιλήσει στο κασετοφωνάκι. Ξεκίνησε να μιλά. Αμέσως τού ήρθε στο νου ο ήχος της φωνής της όταν πρωτομίλησαν, που τη ρώτησε ποια είναι και η απάντησή της του 'κοψε τα γόνατα: «Με λένε Ναυκράτη. Μια δούλα είμαι. Η μάνα του Ικάρου». 

Ένα μεσημέρι, γύρισα σπίτι και είδα τον άντρα μου να μαζεύει βιαστικά την αλληλογραφία του.

- Τι είναι αυτά τα γράμματα;  τον ρώτησα.
- Δεν είναι γράμματα. Κάτι νέα μου σχέδια για να βοηθήσω το γιο μας να βρει το δρόμο του.

Με είχε γοητεύσει κι ας ήταν από προξενιό.  Ήταν έξυπνος, μεθοδικός, τολμηρός κι εγώ απλώς μια δούλα, όμορφη ‘λέγαν. Κι ο ίδιος μού έλεγε συχνά για τα «γεμάτα μάτια» μου. Όμως ήξερα, με το που πάτησε το πόδι του στην Κρήτη, καιρό πριν παντρευτούμε, τι τον είχε φέρει μέχρι εδώ: Η εξορία για τη δολοφονία του ανιψιού του. Βλέπεις, ο Τάλως θα γινόταν άριστος τεχνίτης. Όμως  η εφεύρεση του πριονιού τού στοίχησε τη ζωή. Ήταν αλαζόνας ο Δαίδαλος. Δε θα επέτρεπε κανένας να τον ξεπεράσει και ήταν έτοιμος να κάνει τα πάντα για να πετύχουν τα σχέδια του. Και κυρίως για να τα δοκιμάσει…

Και εδώ που ήρθε, μη νομίζεις ότι άλλαξε συμπεριφορά. Έκανε τα χατίρια όσων μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τα έργα του. Μα το πιο πανούργο ήταν ότι ταίριαζε αυτό που ήθελε κάθε φορά να δοκιμάσει, με το θέλω και τη ψυχοσύνθεση εκείνου που του το ζητούσε. Τα ίδια έκανε από τον Μίνωα μέχρι την Πασιφάη.

Και όταν τον είδα με αυτά τα χαρτιά στο χέρι, ο νους μου πήγε αμέσως στο κακό. Ποιο θα ήταν το επόμενο του σχέδιο. Μα έκανα λάθος. Εκείνος ήδη οργάνωνε το μεθεπόμενο…

Ο Μίνωας τον είχε φυλακίσει μέσα στον λαβύρινθο και είχε φροντίσει για μένα – ήμουν αγαπημένη του δούλα βλέπεις- και τον γιο μας να έχουμε μια κάμαρα δίπλα στον λαβύρινθο. Μπορούσε να έρχεται να μας επισκέπτεται μια φορά την εβδομάδα. Ο χώρος φρουρούνταν, επειδή όμως ο άντρας μου ήταν ξακουστός και τον συμπαθούσαν οι στρατιώτες, ερχόταν να μας βρει πολύ συχνότερα.

Όταν ο Δαίδαλος μού αποκάλυψε το σχέδιο του για τα φτερά, πανικοβλήθηκα. Του είπα πως δε μπορεί να βάλει το παιδί μας σε τέτοιο κίνδυνο. Μου απάντησε να μην ανησυχώ και πως θα τον ακολουθεί και ο ίδιος από κοντά. Ήθελε όμως να δώσει μια διαφυγή στο γιό μας από τη φυλακή του πατέρα του. Ψέματα μου είπε. Ήξερε ότι ο Ίκαρος δε θα ακούσει τη συμβουλή του να μην πετάει ψηλά και ότι ήταν ο μόνος που θα δεχόταν να τα φορέσει αφού ήθελε τόσο πολύ να φύγει απ’ την Κρήτη. Στο θέλω του παιδιού μας και στην τόλμη του, δοκίμασε ο Δαίδαλος τα σχέδια του για τον φτερωτό άνθρωπο. Όπως κατάλαβα αργότερα, ή μάλλον την τελευταία στιγμή, ήθελε να δει τις αντοχές των φτερών στον Ίκαρο και αναλόγως μετά θα πετούσε ο ίδιος… για τη Σικελία.

Θα φεύγανε το χάραμα. Δε με αφήναν να πάω εκεί που ετοιμάζονταν με τη βοήθεια των στρατιωτών. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι ανήσυχη. Ξαφνικά, πετάχτηκα πάνω, άναψα τη λάμπα και άρχισα να ψάχνω τα χαρτιά του. Τα βρήκα. Είχα δίκαιο, δεν ήταν τα σχέδια των φτερών. Αυτά ήταν από καιρό έτοιμα. Ο βασιλιάς Κόκαλος του μηνούσε ότι τον περίμενε στον Καμικό της Σικελίας για να ξεκινήσει τεράστια τεχνικά έργα. Θα του έδινε ό,τι ζητούσε και θα γιγάντωνε τη φήμη του. Τότε κατάλαβα ποιο ήταν το σχέδιο του…

Βγήκα έξω, βρήκα δίπλα στο σπίτι πεταμένη μια στολή στρατιώτη και τη φόρεσα. Κίνησα κατά τον γιαλό. Ήταν μαζεμένοι ψηλά, σε μια παλιά κάμαρη με την πόρτα στη θάλασσα. Άρχισα να τρέχω σα τρελή να του πω τι συμβαίνει. Να μην ακούσει τα μεγάλα λόγια του πατέρα του που μιλάει για ελευθερία. Εννοεί τη δική του. Ήθελα να του πω…"Σταμάτα. Φτύσ’ τον στη μούρη και μην ακούς τα όμορφα λόγια που σου λέει". Έφτασα στο ύψωμα, πλησίασα την πόρτα του γιαλού, έξω μερικοί στρατιώτες έκαναν τσιγάρο. Ξημέρωνε. Μόλις πήγα να περάσω το κατώφλι, βγήκε ο γιος μου. Ό Ίκαρος μου. Δε με αναγνώρισε, είχα πίσω μου το φως. Με είδε να τον κοιτώ σαστισμένη και στάθηκε. Ω θέε μου, τον είχα μπρος τα μάτια μου… σαν άγγελο. Ένα αληθινός άγγελος που ήθελε να πετάξει ψηλά. Τόσο ωραίος, τόσο έφηβος, τόσο διάφανος. Δεν είπα τίποτα. Χαμήλωσα το βλέμμα. Με σκούντησε φιλικά στον ώμο και με παραμέρισε. Είδα τα σανδάλια του Δαίδαλου να ακολουθούν. Ύστερα χάθηκαν στον ουρανό…

Ο νέος σήκωσε τα μάτια. Την είδε να παίζει  αμήχανα στα δάχτυλα της  κομματάκια από σκοινί. Κατάλαβε πως τελείωσε. Έκλεισε το κασετοφωνάκι και σηκώθηκε να φύγει. Ξαφνικά, του έσφιξε το χέρι:

Μη σωπάσεις και συ σαν και μένα. Να τα γράψεις. Για τον Παλιό Κόσμο που είναι εδώ. Έτοιμος να φάει τα παιδιά του. Μεθοδεύει τις κινήσεις του για να ανυψώσει τον μικρό του εαυτό ενώ μασάει λόγια μουσεία και πατάει πάνω στις ψυχές της άνωσης σπρώχνοντας τες στο κενό. Όμως δεν έχει να κάνει με ηλικίες αυτό που σου λέω, το ακούς; Πες τους να μη τους θαμπώνουν κούφια, έτοιμα λογάκια για "Ίκαρους" και "Ικαρίες". Για ζήτω και μαζί! Να σκέφτονται.

Την λευτεριά σου την κατακτάς πάντα με τα δικά σου φτερά!

Ο νέος άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και βγήκε στην άκρη του υψώματος. Έκατσε σ’ ένα βράχο κοιτώντας από κάτω τη θάλασσα κι άρχισε να καταλαβαίνει αλλιώς, τι στ’ αλήθεια δείχνει  ο πίνακας...

Δες τον ξανά.

Κωνσταντίνος Βατούγιος - φαγιούμ
konstantinos@ikariamag.gr

Ακολουθήστε τον στο twitter

ikariastore banner