Ο γερο-Ίκαρος

Δεν είχε καταγράψει ποτέ μαρτυρία άντρα. Το κασετοφωνάκι του, είχε φιλοξενήσει, μέχρι τώρα, μόνο ιστορίες γυναικών. Ξεκίνησε για να τον συναντήσει, στο σπίτι του, το πιο κοντινό στο φάρο του Πάπα, όπου ζούσε εκεί μόνος του, χρόνια τώρα, από τότε που έκανε ένα μεγάλο ταξίδι σε όλον τον κόσμο. Έχασε το χρώμα της τοπολαλιάς του. Κάποιοι λένε πώς όλα αυτά τα χρόνια σπούδαζε, το τι, δεν το ξέρει όμως κανείς. Περνώντας απ’ τον δρόμο, πάνω απ'την Μαύρη και κοιτώντας κάτω, προς την θάλασσα, τον έβλεπες που και που να κολυμπά, να φροντίζει το άγονο χωράφι του ή –παράξενο- τον άκουγες να μιλά και να τσακώνεται με κάποιον.

Ο νέος έφτασε στη σκοτεινή και ετοιμόρροπη κάμαρα του, μπήκε μέσα και είδε τον γέρο να κάθεται στο χαμηλό τραπέζι της κουζίνας. Εκείνος δεν αντέδρασε, άναψε με ένα σπίρτο τη λάμπα πετρελαίου, του 'βαλε μια κούπα κρασί κι έκατσε ξανά στο σκαμνί του. Έστρεψε το πρόσωπο στα παπούτσια του, έξυσε το κιτρινιασμένο μούσι του που ‘χε το ίδιο χρώμα με μικρά κομμάτια χόρτου μπλεγμένα στα σωθικά του και ρώτησε τον νέο:

- Ξεκινάμε; Ο νέος πάτησε το κουμπί της εγγραφής.

Το ξέρω, μ’ έχουν για λωλό, για αλαφρύ. Μα ποιος ζυγιάζει τις ψυχές των ανθρώπων και ποιος τον λογισμό; Και πώς είναι δυνατόν τούτη η ελαφράδα να βαραίνει τόσο; Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως από τα μικράτα μου ένιωθα σα πούπουλο. Έπαιρνα φόρα απ’ τον πιο ψηλό βράχο της Μαύρης πάνω απ' τη θάλασσα και πέταγα, μ’ ανοιχτά τα χέρια και το βλέμμα ψηλά στον Ήλιο! Στην Ικαριά είμαστε μαθές, η αλαφράδα και οι πτήσεις είναι προπατορικό αμάρτημα.

Κι η μάνα μου γυάλιζε τα φτερά μου και μου ‘λέγε:
- Άρτει η ώρα σου... άρτει!
- Και πώς θα το καταλάβω;
- Έννοια σου κι όταν είναι κάτι να σέβρη, σε βρίσκει έτοιμο. Τα σπλάχνα σου το καλούν. Γι’ αυτό ετοίμασε τα εσύ … κι έχει ο Θεός. Μόνο μη βιαστείς, ακόμα κι όταν οι άλλοι προχωρούν. Στάσου, γιατί πρέπει να πάρεις φόρα.


Κι μόλις μου τα γυάλιζε, πάταγε και μια τσιμπιά για να ‘ρθουν ο πόνος κι η χαρά στο ίσο τους...

Μα μην περιμένεις να σου πω καμία άλλη ιστορία για μένα, τον αιφνιδίασε ο γέρος. Το πώς επέταξα, το πώς έφαγα τα μούτρα μου, το αν πίστεψα και πού, το τι κατάφερα. Είδα πολλά, γνώρισα πολλούς ανθρώπους ή μάλλον τους παρατηρούσα όταν εκείνοι δεν με έβλεπαν. Μα είμαι μόνος μου, κοντεύει η ώρα της τελευταίας πτήσης – είμαι έτοιμος- και κανείς δεν θα βρεθεί να μου πει «ευχαριστώ» γι' αυτά που του πρόσφερα. Όχι γιατί είναι όλοι αχάριστοι, αλλά γιατί τελικά δεν πρόσφερα ποτέ τίποτα και σε κανέναν. Είμαι μόνος μου, μικρέ και φταίω εγώ. Οι άνθρωποί μου έφυγαν, στοίχειωσαν τις μνήμες μου κι 'μένα μ' έφαγε εκείνη η αλαφράδα, αυτός ο «ίλιγγος» που λέει και ο Ποιητής. Ανάθεμα με!

Ξαφνικά ο γέρος σταμάτησε. Κοίταξε τον πάτο της κούπας του και την ήπιε μονορούφι. Μούγκρισε. Στα μάτια του άνοιξαν κρουνοί δακρύων:

Αχ ζωή, πιο στιγμή δεν μπορείς να γίνεις˙ αυτό είσαι και τίποτε άλλο.
Τι είναι η νίκη για τους θνητούς, μικρέ μου; Ένα παξιμάδι που όσο και να το βουτάς, άλλος έχει το κύπελλο.
Τι είναι η προδοσία, λεβέντη μου; Ένα όνομα που όταν συστηθήκατε παράκουσες γιατί σου φάνηκε γνωστό και βιάστηκες τα χαίρω πολύ.
Η μοναξιά είναι η μόνη που σου ανήκει. Δεν είναι δυο οι λεπίδες που τις βλέπεις, μέλλον και παρελθόν. Κοίτα πιο κάτω, κοίτα στη βάση τους, ένα ψαλίδι είναι, που σου κόβει τα μαλλιά, ολοκάθαρο να δεις το πρόσωπο σου, χωρίς μια μπούκλα ψεύδους, μονάχα με τις αφέλειες της ενοχής. Ο μόνος είναι πάντα ένοχος, είτε γιατί βάρβαρα έπραξαν τα χέρια του, είτε γιατί του τα 'xε δεμένα η καλοσύνη και δεν πήρε τσεκούρι και φωτιά να ξεπαστρέψει τον κήπο απ’ τα ζιζάνια της εποχής. Η ενοχή δεν είναι ούτε του θεού ούτε του διαβόλου. Είναι του ανθρώπου˙ κίτρινο αστεράκι καρφιτσωμένο στο πέτο σου, ένα αμετάκλητο εξιτήριο της Εδέμ, η πρωινή δυσάρεστη αναπνοή σου, όταν μετά τα όνειρα – και είναι τόσο ζωντανά – ξυπνάς μονάχος.

Ζωή είναι αυτό που σε καλεί να χάσεις για να χαθείς ο ίδιος .

Τόσοι άνθρωποι, τόσες ζωές, τόσες ψυχές πέρασαν από τούτη δω τη γη και ούτε μια δε βιάστηκε να μην πεθάνει.

Τι είναι η μνήμη γιε μου; Για να κλαις, ένα κρεμμύδι που σου δόθηκε για να το ξεφλουδίζεις!

Ο γέρος σώπασε κι έκλεισε τα μάτια του. Ο νέος μάζεψε τα πράγματα του κι έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Ήξερε πως θα κάνει πολύ καιρό να ηχογραφήσει ξανά μαρτυρίες ανθρώπων. Δεν τον ένοιαξε αυτό, δεν του έκανε καν εντύπωση ότι ο γέρος, ενώ ο ίδιος πήγε να τον βρει απροειδοποίητα, φάνηκε να τον περιμένει. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν ότι το πρόσωπό του, του φαινόταν κάπως γνώριμο…

Κωνσταντίνος Βατούγιος – φαγιούμ
@fayum
konstantinos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Κωνσταντίνου Βατούγιου.