Ντράπου βρε! (Ονείρωξη του παραλόγου)

Είδα χτες στον ύπνο μου μανταρίνια, σαν εκείνα τα ολόγλυκα με τα πολλά κουκούτσια που κλέβαμε στις εκδρομές του σχολείου. Ήμουνα, λέει, σε ένα αμπέλι τεράστιο που είχε μόνο μανταρινιές αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να τα φάω! Νάτανε ψηλές οι μανταρινιές; Νάμουνα εγώ κοντός; Θυμάμαι πάντως έναν κατάξανθο άντρα λίγο μακριά μου, μια χαρά τα άρπαγε. Τον αρωτάω, ρε φιλαράκι πώς κάνεις και τα πιάνεις; Εκείνος μου λέει: ‘έχω γραφτεί σ’ ένα πρόγραμμα του ΟΑΕΔ και δεν είμαι πλέον άνεργος.

Κοίτα να δεις τον πούστη τί κάνει για τρία μανταρίνια, σκέφτηκα! Εγώ φιλαράκο όμως είμαι πιο ξύπνιος! Θα πάρω αυτό το τελάρο άμστελ (που εν ριπή κλειστού οφθαλμού και σε χρόνο REM εμφανίζεται μπροστά μου) και θα τα φτάσω· και δεν ψαρώνω μία αν εσύ δουλεύεις. Δηλαδή εγώ που είμαι άνεργος δεν μπορώ να κλέψω μανταρίνια;

Ανεβαίνω στο τελάρο και το τελάρο σπάει. Σωριάζομαι στα μωσαϊκά, γιατί εκτός των άλλων, το αμπέλι δεν είχε πιθαμή χώμα!

Άξαφνα πετάγεται μια γριά μπροστά μου, Ραχιωτίνα την έκοψα, πιάνει τη μαγκούρα της σε θέση μάχης, η κατσούνα σαφώς από τη δική μου μεριά, και σε αξάν ιωνικό – γλώσσα περίτεχνα αρχαιοπρεπή, μου ρίχνει την προστακτική της: Ντράπου βρε, ντράπου!

Το χτεσινά μας όνειρα, μάλλον είναι ομορφότερα και από κείμενο του Ιονέσκο. Μπορεί όμως κι όχι.

Νικόλας Κουντούπης
paraxrantos@gmail.com

υγ. Να με συγχωρεί αυτός που του ΄κλεψα τη λέξη, πάει καιρός που την πρωτάκουσα, και δε θυμάμαι δυστυχώς την ιδιοκτησία του ονείρου μου. Μανταρίνι πάντως ακόμα μου μυρίζει!