Κάτω από τις ανθισμένες κερασιές δεν υπάρχουν ξένοι

-Όταν είσαι μικρός  έχεις μια λαχτάρα να μεγαλώσεις και να βγει από πάνω σου επιτέλους η «ρετσινιά» του «μικρού» που σε ακολουθεί σε οικογενειακές συνευρέσεις , σε συζητήσεις , σε πανηγύρια… και μεγαλώνεις  τελικά. Και έτσι σε ακούνε, σε υπολογίζουν , δεν σε σνομπάρουν, σε αφήνουν να ξενυχτάς, να ρωτάς, να μιλάς… -

Την παραπάνω σκέψη την έκανε ένας φίλος μου καθώς βλέπαμε τα παιδιά μας μάταια να προσπαθούν να συμμετάσχουν στο παιχνίδι με κάποια μεγαλύτερα. Όμως δεν τα κατάφεραν. Από τη μια γελούσαμε με την απογοήτευσή τους αλλά και με το πείσμα τους παράλληλα. Τελικά, σαν αξιοπρεπή τρίχρονα, έβαλαν τα κλάματα, πήραν την μπάλα από την παρέα που προσπαθούσε να παίξει τάχα μου ποδόσφαιρο κι έτσι άρχισε μια συνολική  γκρίνια στην πλατεία. Και με αφορμή λοιπόν αυτό το γεγονός, συζητήσαμε για τη δική μας παιδική ηλικία. Εκείνος μεγάλωσε σε μια γειτονιά των Αθηνών κι εγώ σε μια γειτονιά του Αιγαίου. Εκείνος αποκλεισμένος από τους γονείς του από κάθε ξενύχτι λόγω γιορτής στο σπίτι, εγώ ξενυχτισμένη κάθε βράδυ ώστε να μην χάνω κανένα κουτσομπολιό από τις βεγκέρες . Αυτός 5 ετών έκανε παρέα με τα παιδάκια αυτής της ηλικίας και εγώ στα πέντε είχα τον φίλο μου τον Ηλία που μου έριχνε και 8 χρόνια , την γιαγιά Αληθινή στο διπλανό σπίτι, τον παππού Δημήτρη πιο πέρα… εκείνος σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον πατέρα του στο καφενείο εγώ ήμουν θαμώνας, δίπλα από το τραπέζι με την  ντάμα και την δηλωτή…

Στη γειτονιά μου, αλλά και στο χωριό γενικότερα, όλοι κάναμε παρέα με όλους. Με αποτέλεσμα να μην νοιώθουμε μικροί ή και μεγάλοι ακόμα… το διαβατήριο για μια παρέα δεν ήταν η ηλικία , αλλά η καλή διάθεση. Αυθόρμητα φτιάχναμε παρέες, που δεν έμοιαζαν ηλικιακά , αλλά όλοι γελούσαμε πολύ! Ακόμα και οι πολύ μεγαλύτεροι ,  κάτι είχαν να μας πουν. Μια ιστορία τουλάχιστον κάθε φορά. Μας κερνούσαν πολλές πορτοκαλάδες (του Ρούμελη…) !!!  κι έτσι , με το κέρασμα, τους κάναμε φίλους μας.

Οι φίλοι των γονιών μου, ήταν και δικοί μου φίλοι κι ας ηχεί περίεργο, αντιφατικό. Όμως ποτέ δεν ένοιωσα ότι δεν έχω κάτι να τους πω. Πάντα έβρισκα πολλά κοινά ώστε να πιάσουμε κουβέντα. Και όσο μεγάλωνα, το κέρασμα έγινε κρασάκι  και τσίπουρο. Κι  έτσι θυμάμαι , τραπέζι στην πλατεία όπου καθόμαστε νέοι , ηλικιωμένοι και παιδιά… και μιλάμε, και γελάμε, και τραγουδάμε.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ, ότι όταν έμαθα τα αποτελέσματα των πανελληνίων ο πρώτος που περίμενε να ακούσει τα νέα τα καλά, ήταν ο Σαράντος. Ένας άνθρωπος γεννημένος κάπου το 1927(πάνω κάτω ) κι όμως κάναμε παρέα. Κι όταν του πα ότι πάμε για το πανεπιστήμιο, δεν σταμάταγε να κερνάει μπύρες. Τι πιο όμορφο από τις παρέες δίχως στεγανά? Και πρέπει να πω, ότι την συνταγή για την καλή παρέα , εκτός από το μπούσουλα που μου δωσαν τα γεροντάκια μου, μου την έδωσαν και δυο παιδικοί μου φίλοι, ο Νίκος και ο Γιώργος. Ακομπλεξάριστα ταίριαζαν με όλους δίχως να σταματάνε σε χρόνια, ύψος και κιλά. Μπορεί να μην τους χω πει, αλλά με δίδαξαν ώστε να κι εγώ με τη σειρά μου να μην κομπλάρω , να μην αποκλείω. Κι έτσι, στο μικρό μου χωριό, μεγάλωσα και με τους μικρούς και με τους μεγάλους.

Στο χωριό, πιθανόν η αγνότητα που κουβαλούν μέσα τους οι άνθρωποι να υπερκερνά αναστολές . Ξεκινάς για  καφέ μόνος , έχουν μαζευτεί γύρω σου κι άλλοι «μόνοι» κι έτσι φτιάχνεται μια παρέα…αντάμωμα γενιών κανονικά.

Κι όπως μονολογούσα λοιπόν στο παγκάκι με τον φίλο μου, συνειδητοποίησα ότι παρόλο που έτσι τελικά μεγάλωσα, τα παιδιά μου δεν μεγαλώνουν έτσι. Η πόλη έχει δικούς της νόμους και επιταγές. Δικές της παρέες και  «κλίκες». Μια ανάσα από αυτή της την ασχήμια είναι τα γλέντια  και οι εκδηλώσεις των πολιτιστικών συλλόγων, τα σμιξίματα σε στέκια Ικαριώτικα. Αφήνεις πίσω σου για λίγο την εσωστρέφεια που σου χουν φορέσει , παίρνεις τα παιδιά σου από το χέρι και τα «αμολάς» για να κάνουν κι αυτά τη δική τους μεγάλη παρέα…

Αφιερωμένο σε όλες τις παρέες που γνώρισα. 

Μαρία Στρούπα