Ο Συνταξιούχος

Δούλεψε για κοντά 40 χρόνια. Από τα 18 στον μόχθο για να χτίσει κάτι από το μηδέν. Από λίγο έως τίποτα είναι αυτό που μπόρεσαν να του αφήσουν οι δικοί του γονείς. Βλέπεις για αυτούς επιτυχία ήταν να τον σπουδάσουν. Κάτι παραπάνω δεν μπορούσαν να κάνουν. Αλλά αυτό το ένα πτυχίο αρκούσε για να σταθεί στα πόδια του.

Και στάθηκε. Με τρεις και εξήντα αλλά στάθηκε. Με το μηνιάτικο στο χέρι, αυτός και η γυναίκα του τα έβγαζαν βόλτα. Σε διαφορετικά φακελάκια του ταχυδρομείου οργάνωναν τον σπιτικό προϋπολογισμό. Τόσα για το νοίκι, τόσα για τα ψώνια, τόσα για τα παιδιά, τόσα για φως, νερό, τηλέφωνο.

Αν μη τι άλλο τα μαθηματικά κάποτε έβγαιναν. «Τόσα δίνω για τη σύνταξη, τόσα μου υποσχέθηκαν δια νόμου στη βουλή. Δεν μπορεί, στα 60 μου αυτή θα είναι η σύνταξη. Μια χαρά θα είμαι» σκεφτόταν.

Παθιάστηκε με τις ιδέες. «Ψωμί, παιδεία, ελεύθερία» φώναζε και τότε το πίστευε. Του ζήτησαν να διαλέξει πλευρά για να επιβιώσει και να καταξιωθεί. Αριστερός, δεξιός, πράσινος, μπλε, κόκκινος, ό,τι και να διάλεγε, κάπου θα τον έβγαζε. Είχε και την ΕΟΚ, βλέπεις, να προσφέρει ασφάλεια...

Ξελογιάστηκε από τις υποσχέσεις. Δεν ξεγελάστηκε απλώς. Ξελογιάστηκε και ανοίχτηκε. Πήρε στεγαστικό. Πήρε και δεύτερο στεγαστικό για το εξοχικό. Πήρε και αμάξι. Μετά το άλλαξε σε καταλυτικό. Πήρε και ένα στο παιδί μόλις ενηλικιώθηκε. Το υποσχέθηκε βλέπεις με το τέλος του σχολείου για το τεράστιο κατόρθωμα.

Στο παιδί του δεν του έδωσε μόνο το αμάξι. Του έδωσε μία άλλη ζωή, πιο εύκολη. Όχι σαν τη δική του που μόχθησε. Οι γονείς του διατρέχονταν από το κατοχικό σύνδρομο. Αυτός απέκτησε ένα κόμπλεξ κατωτερότητας. Η οικογένειά του πρέπει να δείχνει πλούσια. Οι άλλοι δηλαδή πως τα καταφέρνουν; Και να σου τα παιχνίδια. Οι εγγραφές στα αθλήματα μέχρι το παιδί να βρει αυτό που του αρέσει. Τα φροντιστήρια για να μάθει τα γράμματα καλύτερα. Τα ιδιαίτερα γιατί το σχολείο δεν έφτανε για να περάσει στο πανεπιστήμιο. Το χαρτζιλίκι μεγάλωνε όσο ο χρόνος στο σπίτι μίκραινε.

Έτσι έγινε μία γενιά σάντουιτς. Πίεση από τους γονείς του με τη φτώχεια της εποχής, πίεση και από τα παιδιά του που τα καλόμαθε. Όλοι του ζήταγαν. Οι τράπεζες για το δάνειο, τα παιδιά για εκπαίδευση και διασκέδαση, κάποιοι συγγενείς ή μη για δανεικά και αγύριστα. «Δώσε τώρα που έχεις» σκεφτόταν «και μετά έχει ο Θεός. Τα παιδιά θα βγάζουν τα δικά τους και εγώ με την κυρά μου θα έχουμε τις συντάξεις μας για τα γεράματα».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν άφησε πολλά στην άκρη. Σχεδόν τίποτα. Και τώρα τον κατηγορούν ότι αυτός φταίει για όλα τα δεινά της εποχής. Αυτός φταίει που δεν μειώνουν κι άλλο τη σύνταξή του για να ανοίξουν νέες θέσεις εργασίας. Αυτός φταίει που δουλεύουν οι νέοι για να πληρώνεται αυτός. Θεέ και κύριε! Αυτός φταίει γιατί τα έφαγε. Αυτός που δεν τα μάζευε όταν έπρεπε. Αυτός που δεν έκανε τη λαμογιά να τα βγάλει από τη χωρά όταν κάποιοι άλλοι το έκαναν. Αυτός που άφησε τη χώρα να χρεοκοπήσει για να του τα πάρει τώρα. Βλέπει τη σύνταξη να μειώνεται. Του την κόβει το κράτος. Του την κόβουν και τα άνεργα παιδιά του. Ποιο δάχτυλο να κόψει. Όλα το ίδιο πονάνε. Ακόμα αυτός τους πληρώνει και τους συντηρεί όλους. Κράτος, τράπεζες, παιδιά, σχολεία, σούπερ μάρκετ, αγορά. Όλα αυτός.

Φταίει το κράτος ή το κακό του το κεφάλι; Σαράντα χρόνια είναι αυτά. Μόχθησε για το τίποτα; Και τώρα είναι θλιμμένος. Απογοητευμένος από όλους. Κυρίως από τον ίδιο του τον εαυτό. Τι να πήγε στραβά; Να σου πω όμως κάτι γλυκέ μου συνταξιούχε. Δεν φταις εσύ. Προσπάθησες. Πρόσφερες παραπάνω από όσα σου ζήτησαν. Μας μεγάλωσες σωστά. Τώρα είναι η σειρά μας να προσπαθήσουμε. Σε ευχαριστούμε.

Σταύρος Παπακωνσταντινίδης
stapap@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Σταύρου Παπακωνσταντινίδη.

ikariastore banner