Της ζωής μου το ταξίδι (β΄μέρος)

Ο 95χρονος, διάσημος για την μακροζωία του, Ικαρίωτης Παπάς, ο παπα-Κώστας Πλάκας, καθόταν απέναντι μου στην αυλή του σπιτιού του στο Καρκινάγρι και μου μιλούσε για το ταξίδι της ζωής του. Στο πρώτο μέρος της «μαρτυρίας» του, μου αφηγήθηκε τη σύλληψη του από τους Γερμανούς το 1943 επειδή μετέφερε με καΐκι αξιωματικούς στην Τουρκία για να διαφύγουν, την εις θάνατο καταδίκη του, την απομόνωση στις φυλακές Αβέρωφ, τη χάρη που έλαβε και τη μεταφορά του σε μια φυλακή στο χωριό Stain της Αυστρίας, δίπλα στην πόλη Krems. Εκεί έζησε 15 μήνες και όταν το Απρίλιο του 1945 που υποχωρούσαν οι Γερμανοί, τους ειδοποίησαν πως είναι ελεύθεροι να φύγουν και να περάσουν από το προαύλιο της φυλακής να πάρουν τα ρούχα τους, εκείνος μαζί με έναν Ικαριώτη συγκρατούμενο του, διέφυγαν τρέχοντας από την ανοιχτή πόρτα, όσο τα Ες-Ες γάζωναν όσους μαζεύτηκαν στο προαύλιο να παραλάβουν τον ρουχισμό τους… 

Μια βδομάδα περπατούσαμε στο βουνό. Μας βοήθησαν και οι χωριάτες. Γιατί οι Γερμανοί το πήραν βόλτα εκεί το μέρος μέχρι 10 χιλιόμετρα και καθάριζαν όποιους από εμάς βρίσκανε. Εμάς μας φιλοξένησε ένα χωριάτης και μας βρήκαν όταν ήρθαν οι Ρώσοι. Ανατολικά της Βιέννης υπήρχε μια στρατιωτική πόλη, η νέα Βιέννη, με πολυκατοικίες με όλα τα κομφόρ που έμενε ο στρατός αλλά τώρα την είχε εγκαταλείψει. Εκεί εγκαταστάθηκαν οι Ρώσοι και μέναμε κι εμείς. Αλλά όταν πηγαίναμε για βοήθεια στα γραφεία τους, δε μας έδιναν σημασία. Φροντίζανε πρώτα να πάνε τους Γάλλους στην πατρίδα τους. Έμεινα εκεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο. Ο πόλεμος είχε τελειώσει από το Μάιο.

Κάποια στιγμή γνωρίσαμε κάτι Σέρβους που ήταν στα γραφεία που γίνονταν οι αποστολές και καταφέραμε να μπούμε σε μια σερβική αποστολή γιατί τους είπαμε πως είμαστε μεν Έλληνες αλλά πάμε στο Μοναστήρι των σημερινών Σκοπίων. Μόλις μπήκαμε στα γιουγκοσλαβικά σύνορα και μας ρώτησαν εκεί οι υπεύθυνοι, τους είπαμε πως πάμε στην Ελλάδα και μας έστειλαν στη Λουμπλιάνα όπου υπήρχε μια διεθνής αποστολή. Εκεί μας έδωσαν ένα πιστοποιητικό, βγάλαμε και τα ρούχα της φυλακής  και πήγαμε συνοδεία με τρένο μέχρι το Βελιγράδι. Αλλά όταν φτάσανε, ήταν νύχτα και δε μπορούσαμε να περάσουμε την κατεστραμένη γέφυρα του ποταμού για να μπούμε στην πόλη. Ο ποταμός λέγεται Σάβας νομίζω και χύνεται στο Δούναβη.

Όταν ξημέρωσε, βρήκα έναν Σέρβο που ήταν κι αυτός μαζί μου στην Αυστρία και τον ρώτησα πού είναι ο σταθμός του τρένου. Μου έδειξε απέναντι. Το σκάω λοιπόν από τη συνοδεία, παίρνω και τον συντοπίτη μου, τον Πλούτη και πάμε στο σταθμό όπου μόλις έφευγε ένα τρένο. Είπα εκεί ότι θέλω να πάω στο Μοναστήρι, μου είπαν πως πρέπει να κατέβω σε μια πόλη, όπου θα περάσει άλλο τρένο τα μεσάνυχτα και να μπω μέσα. Έτσι έγινε.  Στα Μοναστήρι όταν φτάσαμε, βρήκαμε ένα στρατόπεδο του ΕΛΑΣ. Μείναμε εκεί το βράδυ, φάγαμε και το πρωί πήγαμε με το πόδια στα σύνορα. Το βράδυ μείναμε στο φυλάκιο και την άλλη μέρα πέρασε ένα αυστραλέζικο αυτοκίνητο και μας πήγε στη Φλώρινα. Μας κάνανε ένα εμβόλιο στο νοσοκομείο και μας πήγαν στην Κοζάνη. Στο στρατώνα εκεί είχα καμιά χιλιάδα ανθρώπους μέσα. «Τι γίνεται εδώ πέρα;» ρωτάμε και μας λένε πως ήταν όλοι η «αφρόκρεμα» της Αθήνας που είχε πάει Γερμανία να δουλέψει. Χασικλήδες, κλέφτες, διαρρήκτες, άρρωστοι από αφροδίσια οι περισσότεροι. Τους είχαν εκεί ένα μήνα χωρίς να μπορούν να τους πάνε πιο κάτω. Τρένο δεν είχε και έπρεπε να πάνε στρατιωτικά αυτοκίνητα αλλά δεν είχαν πάρει άδεια από τον Ταξίαρχο. Ρώτησα και μου έδειξαν πού είναι το γραφείο του. Τον βρήκα και του είπα ότι εμείς είμαστε κρατούμενοι από την Αυστρία. Το πρωί μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο από αυτά τα Τζέημς, τα στρατιωτικά και πήγαμε μέχρι τη Λάρισα. Οι δρόμοι ήταν χαλασμένοι και φτάσαμε βράδυ. Στο μεταξύ είχαμε βρει στο δρόμο στρατιωτικές αποθήκες των Γερμανών, πήραμε κάτι ρούχα, παντελόνια και σακάκια και όταν φτάσαμε, τα πουλήσαμε στους χωριάτες που έμεναν γύρω από το ελληνικό φυλάκιο. Με το χαρτζιλίκι που βγάλαμε, μείναμε το βράδυ σε ένα ξενοδοχείο. Ταξιδεύαμε όλη την επόμενη μέρα και φτάσαμε Λειβαδιά, χωρίς φαί, χωρίς λεφτά. Πήγαμε στην αστυνομία, μας πήγανε σε ένα εστιατόριο και φάγαμε, σε ένα ξενοδοχείο και κοιμηθήκαμε και την άλλη μέρα το μεσημέρι φτάσαμε επιτέλους στην Ομόνοια, τον Ιούλιο του 1945.

Όσους έφερναν με την κανονική αποστολή, έφτασαν 3 μήνες μετά. Εμένα με είχαν για σκοτωμένο. Πήγα να τον βρω τον αδερφό του Τσάτσου, διευθυντή στα τσιμέντα, εκεί στα γραφεία τους, στα δικαστήρια στην Αθήνα, κοντά στη Σταδίου, πιο κάτω από το Αρσάκειο που ήταν η παλιά η τράπεζα, σε ένα διατηρητέο κτίριο, Καραβασίλη το λέγανε, εκεί στο στενό, δε θυμάμαι τώρα το δρόμο. Πήγα λοιπόν στο γραφείο του να δω αν με θυμότανε γιατί είχε έρθει μαζί με τα αδέρφια του στο στρατοδικείο να μας δουν. Τον βρήκα και του λέω «ήρθα να σου πω για τον αδερφό σου, τον Κώστα, ότι είναι καλά». «Ταυτότητα, μου λέει, έχεις;». Εγώ δεν είχα, μου την είχαν πάρει οι Γερμανοί. «Όχι», του λέω. Τραβάει λοιπόν ένα γράμμα από το συρτάρι του και μου λέει «διάβασε». Και διαβάζω ότι είμαι νεκρός! Ο αδερφός του, όταν έφυγε από την Αυστρία, πήγε στην Αγγλία και του έγραψε ότι εγώ είχα σκοτωθεί. Αυτό νόμιζε δηλαδή. Έμεινα το λοιπόν στη Αθήνα λίγο καιρό και μετά επέστρεψα εδώ, στην Ικαριά και έγινα παπάς το 1952. 

(photo: Terry Platis)

Τον περασμένο Ιούλιο, η ελληνοαμερικάνα εγγόνα μου που ήθελε να πάμε μαζί στη φυλακή μου, ανέλαβε και κανόνισε όλο το ταξίδι μας για εκεί. Το ταξίδι της επιστροφής μου, 64 χρόνια μετά. Το μέρος αυτό είναι ακόμα φυλακή, υψίστης ασφαλείας και φιλοξενεί ισοβίτες και βαρυποινίτες. Τους έχουν και δουλεύουν και αυτοί εκεί αλλά τώρα είναι πολυτελείας. Όταν πήγαμε, δε μας άφησαν να μπούμε μέσα αλλά εγώ είχα φυλάξει την ταυτότητα από τότε και τους την έδειξα. Το πώς είναι μέσα έχει αλλάξει. Έχουν φτιάξει διαδρόμους για να περνάς πάνω, τότε ήτανε όπως τα μηχανοστάσια των καραβιών, η «γραδελάδα» που τη λένε οι ναυτικοί. Σιδερένια πατώματα, βλέπεις από πάνω κάτω. Είχε κι ένα ρολόι στη μέση. Τώρα που ξαναπήγαμε, ζήτησα να δω το κελί μου, το 11. Εκείνη την ώρα εργάζονταν οι φυλακισμένοι και ήταν πιο εύκολο να περιπλανηθούμε μέσα στη φυλακή. Στην αρχή μας είπαν πως δε μπορούμε να πάμε στο κελί, αλλά πεισθήκανε. Μας πήγανε στο 11, όμως δεν ήταν αυτό. Το κατάλαβα γιατί εγώ τότε έβλεπα από το παράθυρο  μου ένα βουναλάκι και τώρα δεν το έβλεπα. Κατάλαβαν πως επρόκειτο για το κελί 11 της απέναντι πτέρυγας, της παλιάς. Και με πήγανε. Αυτό πια ήταν κελί πολυτελείας, τηλεόραση, αφίσες γυμνών γυναικών. Τους είπα πως όταν θελήσω να ξεκουραστώ, θα ξαναπάω εκεί. Στη φυλακή του STAIN.

Έβγαλε φωτογραφίες και μου έδειξε. Τη φυλακή τώρα, το μνημείο με τις ελληνικές σημαίες στο προαύλιο, εκεί όπου εκτέλεσαν όσους είχαν πάει να πάρουν τα ρούχα τους (06-04-1945). Όταν τελειώσαμε, σηκώθηκα για να φύγω και μου κράτησε το χέρι:

Τότες, λόγω πολέμου, δεν την λογαριάζαμε τη ζωή μας. Δε δίναμε και σημασία τόσο, δε βαριέσαι. Στο κελί η μέρα περνούσε γιατί δουλεύαμε, το βράδυ σκεφτόμασταν το σπίτι μας και το νησί. Αυτά να τα μάθετε στα νέα παιδιά για να είναι αγαπημένα, όπως ήταν οι Καριώτες πρώτα, οι παλιοί Καριώτες. Βοηθούσε ο ένας τον άλλον, υπήρχε αγάπη μεταξύ τους. Αγάπη να έχουν και αλληλοβοήθεια. Αυτά είχαμε παλιά εμείς εδώ στην Ικαριά. Αρρωστούσε κάποιος, να πάμε στις δουλειές του. Πέθαινε κάποιος, να δώσουμε ψωμί στην οικογένεια. Τίποτες άλλο δεν είχαμε. Αυτά.
 

Τέλος.


konstantinos@ikariamag.gr

ikariastore banner