Η αλήθεια είναι πως ο μεγαλύτερος μου έρωτας ήταν πάντα το νησί. Aς ήμουν και «ξενάκι», σχετικό κi αυτό! Ναι, δεν έζησα ποτέ εκεί κi ακόμα και η πιο χαρακτηριστική «Καριωτίνα» που ξέρω, το Ευτυχιώ μας - η γιαγιά, δηλαδή η μικρή Ευτυχία γιατί μεγάλη ήμουν εγώ!- έφυγε κορίτσι σχεδόν για την Αλεξάνδρεια.

1980 και τα χρόνια έχουν περάσει αρκετά πια για το ζευγάρι από τις Ράχες. O πάππους Κώστας Παπαδόπουλος ετών 65 και η γιαγιά μου Ευτυχία Παπαδοπούλου Παλαιολόγου ετών 60, ακόμα αγαπημένοι και χαμογελαστοί! Μια από τις τελευταίες αν όχι η τελευταία φωτογραφία που βγάλανε μαζί.

Μια ιστορία αγάπης, όχι από εκείνες της ''βαθιάς κατανόησης'' και “αλληλοσεβασμού”, αλλά από εκείνες του πάθους, του ''εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε''! Ήθελα πολύ καιρό να γνωρίσω το θρυλικό παππού ''Πανταρούχα” μα τα κατάφερα τελικά λίγο πριν φύγει όπως ο ίδιος το αποφάσισε. Έτσι, έμαθα το ιστορικό αυτού του θυελλώδη έρωτα από τον ίδιο τον παππού ενώ η γιαγιά Φιλιώ συχνά κουνούσε το κεφάλι και σχολιάζε... έπαιρνε το αίμα της πίσω γιατί την ''παίδεψε'' όπως παραπονιέται.

Κάθε καλοκαίρι πια τα ίδια. Δεν τους χωρούσε ο τόπος. Στην εφηβεία ο κόσμος ολόκληρος δε σε χωράει, πόσο μάλλον το Τραπάλου, μια σταλιά χωριό. Μακραίνανε τα μέλη τους, φουσκώνανε τα σώματα τους, μελαγχολούσε η διάθεσή τους, ένα έρεβος· δεν ξέρανε πώς να βολευτούν, πώς να κάτσουν, πώς να φερθούν.

Την εποχή που τα λουτρά των Θερμών ανθίζανε και ο κόσμος κατέκλυζε την περιοχή του Αγίου για τα ιαματικά μπάνια, κυκλοφορούσε ένα ανέκδοτο. Είχε βάλει, λέει, ο τότε δήμαρχος τα «λατάρια» της περιοχής να «προωθούν» τα λουτρά. Ως γνωστό, η Σπηλιά στα Θέρμα βοηθούσε στα γυναικολογικά προβλήματα και την τεκνοποίηση. Έτσι, πολλές γυναίκες που είχαν πρόβλημα γονιμότητας ή δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν την κύησή τους, έρχονταν για λούσεις στη Σπηλιά. Έρχονταν για να μείνουν έγκυες! Ασυνόδευτες...!!!

Στη φωτογραφία φιγουράρουν ο Νικόλαος Μαλαχίας, καθηγητής, του Γεωργίου και της Λεμονής Παγγέρη, και η Αργυρώ/ή Παμφίλη του Ηλία, αδελφού του ιστορικού Χαράλαμπου Παμφίλη, και της Βασιλικής Πλούτη που τέλεσαν τους γάμους τους στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, απ' όπου και η φωτογραφία, στις αρχές του εικοστού αιώνα (γύρω στο 1905).

Που λές, το κλέψιμο της νύφης στην Ικαρία ήταν ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο. Καθόλου μοναδικό, βέβαια. Σ’ όλη την Ελλάδα, απ’ άκρη, σ’ άκρη, συναντάς αντίστοιχες πρακτικές. Ωστόσο, αν πιστέψω τις διηγήσεις της γιαγιάς μου, σ’ αυτό το νησί πιο πιθανό ήταν ένα ζευγάρι να κλεφτεί, παρά να παντρευτεί στην εκκλησία με όλα τα σόγια σύμφωνα και παριστάμενα. Ποιος να ξέρει;

Εκείνος θα’ταν 20 κι εκείνη, κάπου εκεί. Εκείνος ζούσε στο νησί. Εκείνη ήταν δεύτερη γενιά Αμερικάνα, αλλά αισθανόταν το νησί πατρίδα. Ήταν καλοκαίρι. Γνωρίστηκαν στο καφενείο. Κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν, αγγίχτηκαν, αντάλλαξαν γλυκόλογα...

Αυτός κοιτούσε το φεγγάρι κι εγώ τα μάτια του που έλαμπαν. Κρατούσε ενα μπουκάλι από μπύρα που είχε μέσα ικαριώτικο κρασί. Η μουσική ακουγόταν απαλά, τα φώτα κάτω έμοιαζαν θολά και δε μας θάμπωναν, σα να ήταν όλα μέσα σ’ ένα όνειρο. Δεν ήθελα ποτέ να τελειώσει. Ήμασταν καθισμένοι μες τα ζίγανα, και είχαμε τα βράχια μαξιλάρι. Κρεμασμένοι ακριβώς πάνω απ' το πανηγύρι του χωριού.

Μια φορά και πολλούς χειμώνες πριν, έξω σκοτάδι πήχτρα και νεροποντή, στον κακοτράχαλο ικαριακό δρόμο μια μαυροντυμένη μορφή πάσχιζε να κρατηθεί όρθια βαδίζοντας κόντρα στον στρόβιλο του ανέμου. Κρατούσε κι ένα φανάρι, αλλά τι τα θες, ουρλιάζοντας ο βοριάς το σβήνει, πέφτει και η μορφή μέσα σε μια λιβάδα και τότε ξεσπάει: «Πάει, ούτε στον προορισμό μου θα φθάσω ούτε το βοτάνι θα βρω για την παπαδιά!».

Σελίδες