Η μελωδία της Ικαρίας

Kάτι περίεργο υπήρχε στην Ικαρία αυτή τη χρονιά, όμως δεν ήταν από τα πράγματα που αντιλαμβάνεσαι κατευθείαν. Τα κύματα της Μεσακτής ήταν ακόμη νευρικά και το νερό του Να παγωμένο, όπως έπρεπε, τα ωτοστόπ έδιναν κι έπαιρναν, τα πανηγύρια συνέχιζαν να έχουν φτηνό καλό κρασί και οι γκρούβαλοι να ξωμένουν στο νησί.

Όμως υπήρχε κάτι ανεπαίσθητο με τον Ικαριώτικο, αυτόν τον χορό που μπαίνει μέσα σου με το αλάτι και σε ενώνει στα πανηγύρια με τον διπλανό σου, σε μια ατελείωτη δίνη κεφιού. Θαρρείς και φέτος είχε χάσει λίγο τον ρυθμό του, όχι τόσο στα βήματα, αλλά στη λεπτομέρεια. Οι κάτοικοι έλεγαν ότι είχε κάπως περισσότερο σπάσιμο στη μέση, λίγη περισσότερη κίνηση γύρω από τον αφαλό και κάποιοι μιλούσαν για περιστατικά που το χέρι ανέβαινε ανεξέλεγκτα προς τον ουρανό κι ο καρπός έκανε μια στροφή «οριεντάλ», γύρω από τον εαυτό του...

Χαβαλές των ντόπιων, θα μου πεις. Από τότε που κόπηκε η ΕΡΑ, έχουν ξεκινήσει τα αστειάκια με τους τούρκικους σταθμούς, τους μόνους που μπορεί να ακούσει πλέον κανείς στη βόρεια πλευρά του νησιού. Φαντάσου γύρω στα είκοσι χωριά να ακούνε αποκλειστικά τσιφτετέλια και τουρκοπόπ στο ραδιόφωνο τρεις μήνες τώρα. Δεν έχουν ανάγκη οι Ικαριώτες βέβαια, Βόρειοι ή Νότιοι, ζούνε πολλά -και πολύ- και δεν χαλιούνται με τέτοια. Υπάρχουν μεγαλύτερα προβλήματα στο νησί γι' αυτούς.

Όμως εμείς, που το κλείσιμο της ΕΡΤ μάς στοίχισε τρία κενά πλήκτρα στο τηλεκοντρόλ, ακούγοντας αυτή την εβδομάδα τον ένα τούρκικο σταθμό μετά τον άλλο στο νοικιασμένο αυτοκίνητο των διακοπών, νιώσαμε κάπως αμήχανα, σαν να μας έκανε το τραπέζι μια πολύτεκνη οικογένεια ανέργων. Σαν να μας σέρβιραν πατάτες ενώ σπίτι μας είχαμε παστίτσιο, σαν να είδαμε για μια στιγμή τη μικρή τους κόρη να κλαίει που λιποθύμησε στο σχολείο. Κι αναρωτηθήκαμε για λίγο αν εκείνος ο χαρακωμένος Πακιστανός ήταν αυτός που μας είχε βάψει το σπίτι τον Μάιο ή αν ο αυτόχειρας συνταξιούχος αγόρασε ποτέ εφημερίδα από το μαγαζί μας.

Και σαν όλα αυτά τα ακραία και συναισθηματικά που τόσο καιρό ήταν δίπλα μας αλλά όχι δικά μας, στις διακοπές μας να αποφάσισαν, αφού δεν έγιναν φωνή, να γίνουν νότες. Κι εκεί, με λίγο φτηνό καλό κρασί και στην ασφάλεια του πλήθους, όσο κι αν προσπαθούσαμε να χορέψουμε έτσι όπως χορεύαμε πάντα, αυτές οι νότες μάς κυρίευαν, έβγαιναν άτσαλα απ' τους πόρους μας, μας παρέσερναν και χάναμε τον ρυθμό πάνω στην καλύτερη στιγμή του πανηγυριού.

Κατερίνα Λουκίδου
avgi.gr