Φάκελος ΚΑΡΙΩΤΙΝΑ: Τα γουμάρια

Ο Χαράλαμπος ο Κόχυλας στη δεκαετία του ’30, όταν πήγαινε στα κάρβουνα, έπαιρνε μαζί και την κόρη του τη Μαρία (τον Μαρκούριο, όπως τον παρατσούγκλιαζαν), για να του μαγειρεύει και να κουβαλάει και κάνα ξύλο μικρό στον καμινότοπο.

Η Μαρία πονούσε το στομάχι της κι όταν την πονούσε έπιανε την κοιλιά της, την ζουλούσε κεγίνετο ένα γκατζούνι από τον πόνο. Μια μέρα την είδε μια γυναίκα εκεί στην Εύβοια μες το ρουμάνι να σφίγγεται από τον πόνο και την ρώτησε τι έχει. Κεκείνη της είπε πως πονεί το στομάχι της οπό τα γουμάρια που σήκωνε στο χωριό της. Αμάκουσε η Ευβοιώτισσα τη Μαρία να λέιε ότι σήκωνε τα γουμάρια της λέει: «Και τα μπορούσες και τα σήκωνες;» «Αν ημπόρουν, λέει, γιάντα με πέρασες για κάνα ψόφιο; Εγώ εσήκωνα πολλές φορές και τρία γουμάρια.»

Άμα τόκουσε πήγε στο χωριό κηύβρε τις άλλες γυναίκες και τους λέει: «Να την προσέχετε αυτήν την αχαμνή γυναίκα την Καριωτίνα, να μην την κάμετε να θυμώσει καμιά φορά, γιατί αλίμονό σας. Ο θεός να σας φυλάει, είναι θηρίο ανήμερο στη δύναμη. Μούπε πως είναι άρρωστη και πονεί το στομάχι της από τα γουμάρια που σήκωνε στη Νικαριά. Και δεν της δείχνει καθόλου.»

Γουμάρια στην Εύβοια λένε τους γαάρους και νόμιζαν οι Ευβοιώτισσες ότι σήκωνε γαάρους στο χωριό της. Την έβλεπαν στο δρόμο και παραμέριζαν από το φόβο τους, μήπως παρεξηγηθεί καμιά φορά και τους πετάσει σε καμιάν άκρε και συμπλάσουν.

από το βιβλίο του Γιάννη Στενού
ΝΙΚΑΡΙΩΤΙΚΑ ΠΟΥΛΟΥΔΑ