Το τηγάνι στη μνήμη

Πριν μπω στην εφηβεία και κυριαρχήσει η λωλάδα που χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη φάση της ζωής μας λάτρευα όλες τις δουλειές που είχαν σχέση με τις καλλιέργειες και τα ζώα. Ήξερα να κλαδεύω και να μπολιάζω, μάλιστα ο πάππους μου έλεγε πάντα με καμάρι ότι «έπιανε» το χέρι μου. Είχα βέβαια ένα μικρό θέμα με τα ζώα. Δεν μπορούσα να αντιληφθώ πώς πετσοκόβεις ένα κατσίκι μετά την τόση φροντίδα και αγάπη που του δίνεις. Ο Νοέμβρης όμως δεν ήταν μήνας για βαρβαρότητες, ήταν και είναι ο μήνας της ελιάς.

Τα Σαββατοκύριακα που δεν είχαμε σχολείο πηγαίναμε στα χωράφια από το πρωί. Να στρώσουμε τις πάνες, να χτενίσουμε τα δέντρα, να σωριάσουμε τον καρπό τους στην άλωνα, ν’ απομακρύνουμε τα κομμένα κλαδιά. Ο κόπος και συχνά το κρύο δε μας άγγιζαν αφού με την κουβέντα και τα πειράγματα οι ατέλειωτες ώρες περνούσαν ευχάριστα. Οι μεγάλοι έλεγαν ιστορίες, μερικές δεν τις καταλαβαίναμε, πείραζαν ο ένας τον άλλον, κάποιος περνούσε για να πάει στο γειτονικό κτήμα.

Η καλύτερη όμως ώρα ήταν εκείνη του μεσημεριανού. Στα πρόχειρα, γιατί κανένας δεν ξόδευε χρόνο για μαγείρεμα. Η χειρότερη τυποποιημένη τροφή μεταμορφωνόταν ξαφνικά σε έδεσμα. Τα ντολμαδάκια με το πράσινο ζουμί από την κονσέρβα δεν τρώγονταν σε καμία άλλη περίπτωση. Στην καλύβα όμως ή στο μετόχι ήταν απαραίτητα. Το ζαμπόν με το κλειδί – ανοιχτήρι κολλημένο στον πάτο, το κεφαλοτύρι τυλιγμένο στη λαδόκολλα, η ρέγκα καψαλισμένη στη φλόγα ενός τσαλακωμένου φύλλου εφημερίδας. Και πώς να χορτάσει ένα παιδί στην ανάπτυξη όταν ανάμεσα σε τόσες δουλειές έβρισκε χρόνο να σκαρφαλώνει στην αμυγδαλιά ή να κυλιέται στο ξινοτρίφυλλο;

Αυτό που δεν ξεχνώ ποτέ ήταν οι βροχερές μέρες. Οι άντρες συνέχιζαν το μάζεμα, ανέμου κόπου, βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο αλλά οι γυναίκες απόσκιαζαν στο καλύβι. Αφού δεν είχαν πια αντικείμενο επιδίδονταν στην προσφιλή και αγαπημένη τους δουλειά, στο μαγείρεμα. Από το συνήθως κακοφτιαγμένο τζάκι ξέφευγαν οι καλύτερες μυρωδιές του κόσμου. Το λάδι τσίριζε στο τηγάνι κι από ‘κεί έβγαιναν ένας σωρός λιχουδιές.

Ποτέ μέχρι τώρα δεν αναρωτήθηκα πώς έβρισκαν ξαφνικά τόσα υλικά ενώ τις άλλες μέρες στο πρόχειρα καρφωμένο ράφι υπήρχε μόνο καφές, παξιμάδια και κονσέρβες. Ίσως οι χαρούμενοι άνθρωποι κι ο κόπος τους να ευλογούσε και να γέμιζε με μαγικό τρόπο εκείνο το τηγάνι. Ίσως να έβλεπαν τον καιρό από το πρωί και να φρόντιζαν πριν ξεκινήσουν. Ίσως να εκμεταλλεύονταν τις προσφορές της γης, το κάθε δώρο της φύσης. Ίσως εκείνο το τσουβάλι στο σαμάρι του μουλαριού ή στο πορτμπαγκάζ να έκρυβε το θησαυρό.

Κι εκεί, κρυφά απ’ τους μεγάλους, ανάμεσα στο ζυμωτό ψωμί, στην τριφτή και στο καπνιστό με τ’ αβγά, γευόμαστε μια γουλιά κρασί. Τότε για την αταξία και την πονηριά. Τώρα το πίνουμε και θυμόμαστε τη σοφή σιωπή του παππού, το τρανταχτό γέλιο του θείου. Τώρα, για τα ροζιασμένα χέρια του άλλου θείου, για τη γκρίνια (πάντα καλοπροαίρετη) της θείας, για τον ξάδερφο που γέμιζε τα μπουφάν μας με τις αγκύλες του ασπάλαθου πριν τα φορέσουμε. Τώρα για τον…, για την…, για…, για…

Στην υγειά τους (ή στη μνήμη τους), στους καρπούς της γης. Καλή συγκομιδή.

Γιάννης Κέφαλος
kefalos@ikariamag.gr

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Γιάννη Κέφαλου.

ikariastore banner