Μουτράκι σκανταλιάρικο

θα σιγούρευες τα βήματά μου στην άκρη εκείνου του γκρεμού (Δρούτσουλας, άνοιξη 2007)

Σε κοιτάζω καθώς γυρίζεις και μου χαμογελάς. Σκέφτομαι θα ‘χες αυτό το χαμόγελο από τότε που ήσουν παιδί και σκαρφάλωνες με τ’ άλλα τα μικρά στους βράχους, και κάτω στο χωριό φώναζε η μάνα σου «πού πας βρε, παναγκασμά σε για μικρό, άμα σε πιάσω ‘α σε τελειώσω», μα εσύ σκαρφάλωνες να φτάσεις στο πλάτωμα να βλέπεις από πάνω τον Αθέρα κι από κάτω τη θάλασσα, μια μικρούλα βασίλισσα στο θρόνο της από σκαλισμένο πάσπαρο ή γρανίτη. Τώρα περνάς με το ίδιο σκανταλιάρικο μουτράκι, βιαστική όπως πάντα να κάμεις τις δουλειές σου («δουγειές» τις ακούω εγώ μάλλον), γιατί  όπως όλοι ξέρουμε η χαλαρότητα και η αμεριμνησία χαρακτηρίζει τους Καριώτες, αλλά όχι και τις Καριωτίνες· κάποιος πρέπει να κάνει και τη βρώμικη δουλειά. Δηλαδή βρώμικη δεν τη λες κιόλας, πάστρα και νοικοκυροσύνη, τα πεζούλια ασπρισμένα, το γλαστράκι με το βασιλικό στη σκάλα δίπλα στο πυργάρι, και ποτίζεις και τ’ άλλα τα λουλουδικά κι ας είναι το σπίτι έρημο χρόνια, κανείς δε μένει μέσα, η μάνα σου δε σου φωνάζει πια, εσύ είσαι τώρα που φωνάζεις τάχα μου δήθεν στην κόρη γιατί είναι και καλά σε δύσκολη ηλικία και πρέπει να προσέχει, αλλά από μέσα σου ξέρεις πώς ακριβώς πάνε αυτά τα πράγματα κι ακόμα κι όταν της φωνάζεις «Άχου, ‘α με σκάσεις πια! Φαούδι!» ξέρεις πως σε κοιτάζει με εκείνο το ίδιο χαμόγελο, με ένα μουτράκι σκανταλιάρικο σαν το δικό σου.

Άμα σε γνώριζα πριν χρόνια, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα καινούργιος στα μάτια μου, θα μου δίδασκες τις άγνωστες λέξεις, θα με οδηγούσες στους ήχους και τις μυρωδιές του δάσους που δεν άκουσα, θα σιγούρευες τα βήματά μου στην άκρη εκείνου του γκρεμού, το χέρι σου πιασμένο στο δικό μου καθώς θα βαδίζαμε μαζί στο παλιό μονοπάτι. Τώρα ο κόσμος έχει πάρει και σκουριάζει λιγάκι, φθείρεται, το δάσος το ‘χουν καταφάει τα κατσίκια, το μονοπάτι έγινε δρόμος, κάπως κακοτράχαλος βέβαια κι όποτε βρέχει κατρακυλάει λίγο-λίγο καθώς ο γκρεμός διεκδικεί το μερίδιό του. Μα σκέφτομαι πως άμα τελειώσεις τις δουλειές και κατακάτσεις θα βρεις λίγο χρόνο και για σένα, και σε μένα δυο λόγια να πεις κι ας είμαστε μακριά· δηλαδή εγώ είμαι ο «μακριά» γιατί εσύ είσαι εκεί ακριβώς που πρέπει. Και μου έρχεται άξαφνα στο μυαλό ο στίχος που λέει:

Της Ικαριάς το πέλαο, της Σμύρνης το κανάλι,
να πάρουν το κορμάκι μου αν αγαπήσω άλλη.

Λόγια των τραγουδιών, βέβαια· δεν είναι να τα πιστεύεις κιόλας. Ε, λίγο μόνο...

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλη Δουρή.