To λι

Όποιος ξέρει πώς προφέρεται, να μας πει...

Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να προσθέτω μια καριώτικη πινελιά στον τρόπο που μιλούσα, με κάτι «πανάγκασμά το» και κάτι «κι απέκειο» (όχι πολύ πετυχημένα βέβαια, διότι εκ του φυσικού μιλάω τα ελληνικά του σχολείου και της τηλεόρασης με κάτι λόγιες παρεκτροπές), πράγμα που άλλους από τους φίλους μου τους διασκέδαζε και άλλους τους εκνεύριζε κάπως. Πάντως το ψιλομάζεψα όταν κάποιος μου έκανε το περίφημο «τεστ ικαριακότητας»:

- Και για πε, πεντακόσα και πεντακόσα πόσο κάνουνε;
- Χίλια, είπα εγώ ανυποψίαστος.
- Μπα, ‘εν είσαι καριώτης, συμπέρανε ο συνομιλητής μου.
- Χίγια ήθελα να πω, βρε.
- Τώρα είν’ αργά, ‘ε σου βγαίνει φυσικά.

Δε μου ‘βγαινε. Ο ήγιος μου πάει πιο καλά αλλά το χίλια καθόλου, και τελικά μερικά πράγματα ή τα ‘χεις ή δεν τα ‘χεις, οπότε ξαναγύρισα στην ψευδο-λόγια γλώσσα και τα καριώτικα τα λέω πλέον «εντός εισαγωγικών». Με τις κατάλληλες παρέες βέβαια μου βγαίνει πιο φυσικός αυτός ο τραγουδιστός τόνος στην ομιλία, που διακρίνεται ακόμα κι αν λές «τι» και όχι «είντα», «ναι» και όχι «εε..», ακόμα κι αν «μυρίζεις» τις μυρωδιές αντί να τις «ακούς».

Τελευταία όμως που βρέθηκα στην Πορτογαλία, είδα ότι έχουν κάποιους περίεργους κανόνες στο πώς προφέρεται το R (αλλιώς στην αρχή της λέξης κι αλλιώς στη μέση, εκτός αν είναι διπλό), οπότε άξαφνα έφαγα ένα κόλλημα να βρω ποιος είναι ο αντίστοιχος «κανόνας» που στα καριώτικα μετατρέπει το λάμδα σε μισοπνιγμένο γάμμα. Άρχισα λοιπόν να μετράω λέξεις, και η πρώτη παρατήρηση είναι ότι μετατρέπονται μόνο τα λάμδα που ακολουθούνται από γιώτα. Οτιδήποτε άλλο δε μας κάνει (ως εκ τούτου, μετατρέπονται τα γιαλιά σε γιαγιά και οι ελιές σε εγιές, αλλά αρνούνται οποιαδήποτε μετατροπή το αλάτι, ο ελέφας, ο αλήτης, ο ξυπόλυτος, ο όλος  και η αλουσά).

Χάρηκα λοιπόν που το βρήκα, αλλά μετά ημπέρδεψα (ικαριακώς: μπερδεύτηκα) λίγο, διότι έχω την εντύπωση ότι δεν πάνε όλα τα «λι» προς μετατροπή, καθώς δεν έχω ακούσει ακόμα ελικόπτερο να το στρίβει και να γίνεται εγικόπτερο (σαν συνομοταξία εντόμων ακούγεται αυτό). Χώρια εκείνη η μακρινή ξαδέλφη η Αλισάβα (Ελισάβετ) που χρόνια άκουγα (εννοείται χωρίς μετατροπή στο λάμδα) και ποτέ δεν είδα. Φυσικά κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, οπότε μπορεί να έχει ένα θέμα ο κανόνας μας με τις νεώτερες λέξεις (αν και η λέξη έλικας μάλλον παλιά είναι) ή με τα κύρια ονόματα.

Έψαξα να βρω κύρια ονόματα με «λι» και απογοητεύτηκα – εκτός από τη φίλη μου τη Βάλια που τη φωνάζουν Βάγια ακόμα και μη καριώτες, με μπέρδεψε η Αλίκη που δεν αλλάζει ποτέ (εκτός αν είναι κάνα μικρό που το φωνάζουν Αγικάκι, να μας το πει), κι έφαγα ένα ακόμα κόλλημα στο Καλίτσα (που επίσης δεν αλλάζει) αλλά σκέφτηκα ότι ίσως ο τόνος είναι αποτρεπτικός, δηλαδή αν η συλλαβή τονίζεται, το λάμδα ακούγεται κανονικά. Από την Καλίτσα βέβαια πήγα στην Καλλιόπη, όπου και πάλι τα ακούω τα λάμδα παχιά-παχιά (και τα δύο), αν και δε μου έχει διαφύγει ένα μικρό που το έψαχνε η μάνα του και φώναζε «Καγιοπάααααακι» σε όλη την πλαγιά.

Με τα πολλά όμως υπέθεσα ότι αν πρόκειται για κύριο όνομα με διπλό λάμδα, η προφορά διατηρείται, μέχρι που θυμήθηκα μια ιστορία με την κόρη ενός γνωστού, η οποία μεγάλωνε στην Αθήνα βέβαια, και με μαμά «ξένη».

- Πώς σε λένε, χρυσό μου; τη ρώτησε κάποιος.

Γυρίζει και κοιτάει με τις ματάρες του το μικρό (και τώρα που είναι ολόκληρη κοπέλα πάλι ματάρες έχει) και λέει με νάζι:
- Φιγιώ...

Με όσα λάμδα και να το γράψεις δεν αλλάζει. Έβαλα τα γέλια στο ξεκάρφωτο μέσα στην πορτογαλική νύχτα κι αποφάσισα να αφήσω τη γλωσσολογία στους πιο ειδικούς.

Βασίλης Δουρής
akamatra@gmail.com

ΥΓ. Και όπως με διαφώτισε κάποια ψυχή καθ’ ύλην αρμοδιότερη επί των φιλολογικών ζητημάτων, ο «κανόνας» είναι πολύ απλός, δεν έχει σχέση με κύρια ονόματα, και προκύπτει αβίαστα από τα παραδείγματα που χρησιμοποίησα στο κείμενο παραπάνω: η εκφορά του λάμδα αλλάζει όταν το –ι ακολουθείται από φωνήεν (εγιές,ήγιος, Καγιοπάκι, χίγια, Φιγιώ) αλλά δεν αλλάζει όταν ακολουθεί σύμφωνο (Αλίκη, ηλικία, Καλίτσα, Αλισάβα, έλικας).

Ποτέ δεν είναι αργά να μάθει κάτι καινούργιο κανείς.

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Βασίλης Δουρή.

ikariastore banner