κόκκινο

Ένα κόκκινο σακ βουαγιάζ (από δερματίνη όπως θα μάθαινα αργότερα) ακουμπισμένο στο μωσαϊκό, η πρώτη εικόνα… μέσα στο καφενείο που, χρόνια αργότερα, θα το δούλευε ο Γιάννης, στην πλατεία του χωριού. Θα ξημέρωνε σύντομα, αλλά όχι ακόμα… η Μάγδα πήγε να φέρει μια λάμπα πετρελαίου να ανάψει στο καφενεδάκι, να μη φοβηθώ, μάσαλά του το μωρό, η μάνα μου φοβόταν μην πάει κανάς σκόρφης κάτω από τις τσάντες, πήγαινε να δεις Μανώλη, θα μπορέσει να μας πάει ο Αθηνόδωρος με την βάρκα;

Μαράκι καλωσήλθατε, ο γιος σου είναι αυτός, τι κάνεις βρε, ήρθες να δεις τον παππού στο Τραπάλους Να ξημερώσει λίγο και να σας πάω, ε; Κάτσετε πρώτα να πιούμε ένα καφέ, μια μέρα θα φάγατε στα πλοία και τις βενζίνες… Μαράκι, να σου δώκω και λίγες ντομάτες που μάζεψα, κάτι φρούτα έχω βάλει, και λίγο ψωμί να ‘χει το μωρό να τρώει κάτι μέχρι να ταχτοποιηθείτε στον Πέτρο… -Σ ’ευχαριστώ Μάγδα μου, δεν ήταν ανάγκη. -Για το παιδί είναι, πρώτη φορά ήρθε, μην τρομάξει και δεν θέλει να ξανάλθει…

Έλα, μάνα… ναι, καλά είμαι, για άλλο σε πήρα... τι είπες ότι κάναμε εκείνο το καλοκαίρι στην Ικαρία;… και ποιος ήταν στο Τραπάλου από συγγενείς; Με ποιο πλοίο πήγαμε θυμάσαι; Δεν με βοηθάς τώρα κι εσύ, άμα δεν θυμάσαι εσύ, πού να θυμηθώ εγώ που ήμουν μια κουτσουλιά; Θα ρωτήσω την Ναταλία μού φαίνεται, για τη δική της πρώτη μνήμη, που είναι μικρή, να δούμε τι θυμάται που τα έχει φρέσκα, γιατί αν περιμένω… έλα, ναι, σε κλείνω, γεια…

Ναταλάκι, θυμάσαι αγάπη μου πέρσι που πήγαμε στην Ικαρία; Στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς; Τι σου άρεσε, θυμάσαι; -Μπαμπά, λες που φάγαμε σύκα με τα φλούδια; Και πήγαμε για μπάνιο στο βράχο αλλά εγώ ήθελα μπρατσάκια αλλά μετά που πήγαμε με την Ευαγγελία για μπάνιο δεν ήθελα μπρατσάκια; Και μετά την άλλη μέρα, με ανέβασες σε ένα κλαδί ψηλά στο δέντρο με το χέρι σου και βγήκα φωτογραφία και τρώγαμε σύκα και σταφύλια σε μια μεγάλη κούνια που καθόμουν εγώ με τη γιαγιά… και δεν έβαζα παντόφλες και μου φώναζες αλλά μετά έβαλα γιατί είχε χώματα και το πόδι μου έγινε καφέ! - Έλα εδώ βρε σιαμαμίδι… φέτος να πάμε Ικαρία, τι λες; -Ναι μπαμπά, αλλά θα πάμε πάλι από τον δρόμο που κουνάει; Θα πάρουμε μαζί μας και την σανίδα για τη θάλασσα; -Ναι βρε αγάπη μου, θα τα πάρουμε όλα, και τα ρούχα σου, και τα μαγιό σου, και τα κουβαδάκια σου… -Μπαμπά να πάρουμε τότε και την τσάντα μου την χέλοου κίττυ… την ποια; Την τσάντα μου μπαμπά που βάζω τα κοκαλάκια μου όταν πάμε βόλτα, την κόκκινη… -Κόκκινη; -Ναι μπαμπά, την κόκκινη… που την έχασα στην Ικαρία αλλά την βρήκε ο φίλος σου στο καφενείο… και σου την έδωσε για να μου την δώσεις…

ναι, μου την έδωσε… σχεδόν σαράντα χρόνια μετά… στο ίδιο καφενείο και στο ίδιο χρώμα…

Νικόλας Κοντινάκης
nkonti@gmail.com

Διαβάστε τις ελεύθερες πτήσεις του Νικόλα Κοντινάκη.
Ολόκληρη η πρώτη μνήμη Ικαρίας, εδώ.

ikariastore banner