Το Τσαντίρι μου και σε άλλη παραλία

Μία εβδομάδα έχει περάσει από τότε που γύρισα από ελεύθερο κάμπινγκ στην Κρήτη και η μελαγχολία της επιστροφής στη σύμβαση επιμένει, όπως και η άμμος στα αφτιά. Δεκαπέντε ημέρες συνδεδεμένος με τη φύση, με τα πόδια χωμένα στην άμμο, χωρίς ρούχα και χωρίς προβληματισμό. Πώς μπορεί να επιστρέψει ένας άνθρωπος από αυτή την κατάσταση που πλησιάζει στη δική μου αντίληψη της ευτυχίας, σε δήθεν «φυσιολογικούς» ρυθμούς; Δεν γίνεται, διότι η μαγεία του ελεύθερου κάμπινγκ είναι ότι επισυνάπτει στο ασυνείδητο την ποιότητα της ελευθερίας, η οποία σε συνοδεύει και τον χειμώνα που έρχεται.

Χθες εδώ στο VICE ανεβάσαμε ένα βίντεο για τα Κουφονήσια και τη στάση των κατοίκων απέναντι στους ελεύθερους κατασκηνωτές με αφορμή ένα φεστιβάλ που πήγαμε να παρακολουθήσουμε, το Up Festival. Ένας εκ των σχολιαστών έσπευσε να διαφωνήσει με την προσέγγισή μας, σημειώνοντας πως θα έπρεπε να πάμε στο Κάτω Κουφονήσι για να μπορέσουμε να σχηματίσουμε ολοκληρωμένη εικόνα για το ελεύθερο κάμπινγκ – πράγμα που δεν ήταν καθόλου στις προθέσεις μας καθώς το θέμα του βίντεο δεν ήταν η κουλτούρα του ελεύθερου κάμπινγκ. Τα Κουφονήσια που κάποτε ήταν ο παράδεισος του ελεύθερου κατασκηνωτή, φαίνεται ότι πλέον στρέφονται προς άλλη στρατηγική στον τουρισμό. Ίσως γι’ αυτό κανείς δεν φροντίζει να ανοίξει εκ νέου ένα οργανωμένο κάμπινγκ που θα έλυνε το ζήτημα στο νησί.

Όμως, είναι γεγονός ότι σε πολλά νησιά ή και παραθαλάσσιες περιοχές οι ξενοδόχοι και όσοι νοικιάζουν διαμερίσματα δεν θέλουν τους κατασκηνωτές, διότι «δεν αφήνουν τα λεφτά τους στο νησί». Και επειδή στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες η αξία κάθε πράγματος μετριέται αποκλειστικά σε χρήμα, έτσι και τώρα το δικαίωμά μας στη χρήση του δημόσιου χώρου, επιχειρείται να μετατραπεί σε συζήτηση οικονομικού χαρακτήρα.

Πιστεύω ακράδαντα πως είναι δικαίωμά οποιουδήποτε πολίτη να επιλέγει να κινηθεί και να κοιμηθεί σε όποιον δημόσιο χώρο επιθυμεί, αρκεί να το κάνει με διακριτικότητα, να μην κάνει κατάληψη (να χτίζει για παράδειγμα αυθαίρετα) και να σέβεται τον χώρο. Εδώ δημιουργείται και το πρόβλημα με το ελεύθερο κάμπινγκ. Διότι ας μιλήσουμε ειλικρινά: στην Ελλάδα ελάχιστοι από αυτούς που κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ έχουν πηγαία ευαισθησία για τον χώρο που χρησιμοποιούν. Κωλόχαρτα και γόπες στην άμμο, πλαστικά μπουκάλια στους θάμνους, σακούλες στα δέντρα. Παραλίες κακοποιημένες από δήθεν φυσιολάτρες που θεωρούν ότι αν φτιάξουν μία ανούσια κατασκευή από πλαστικά μπουκάλια, κάνουν ανακύκλωση. Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν εκείνοι που κυκλοφορούν με μία σακούλα στην παραλία και μαζεύουν τα σκουπίδια των άλλων. Εκείνοι που προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την παρέμβασή τους στο τοπίο. Εκείνοι που έχουν τη διάθεση να εκπαιδεύσουν τους νεότερους στο πώς θα πρέπει να γίνεται το κάμπινγκ στον δημόσιο χώρο.

Δύο μέρες μετά την επιστροφή μου από την παραλία που είχα αράξει για περίπου 15 ημέρες, μία φίλη (που δεν είχε ιδιαίτερη εμπειρία στο ελεύθερο κάμπινγ, την οποία όμως παρασύραμε να έρθει μαζί) έγραψε ένα σχόλιο στο facebook για αυτό ακριβώς το θέμα: την αισθητική κακοποίηση των παραλιών από τους ελεύθερους κατασκηνωτές, οι οποίοι στήνουν το τσαντίρι τους (αναφερόμενη δικαίως και στο δικό μας τσαντίρι με τα σακουλάκια κρεμασμένα στα δέντρα), καταστρέφουν το περιβάλλον και πληγώνουν εν τέλει το φυσικό τοπίο. Γι’ αυτούς τους λόγους, κατέληγε, ανακοίνωνε δημόσια πως εν τέλει συμφωνεί με την απαγόρευση του ελεύθερου κάμπινγκ, την οποία πολεμούσε όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στην Ελλάδα το κράτος συνηθίζει να απαγορεύει (ή να μην επιτρέπει) οτιδήποτε δεν κατανοεί. Απαγορεύονται τα μαλακά ναρκωτικά, ο γάμος των ομοφυλοφίλων, ο γυμνισμός, η ελεύθερη κατασκήνωση, η διασκέδαση μέχρι πρωίας, η πεολειξία, η αιδοιολειξία και η διείσδυση στα πάρκα κοκ. Η διάθεσή μας να ενθαρρύνουμε μία απαγόρευση όμως, κρύβει φόβο. Τον φόβο της ατομικής ευθύνης. Διότι η λύση στα κακώς κείμενα στο ελεύθερο κάμπινγκ (και όχι μόνο) δεν είναι η απαγόρευση, αλλά η εκπαίδευση. Δεν είναι η παθητικότητα αλλά η ενεργητικότητα. Ποιος θα την ασκήσει όμως; Πως θα αυτοοργανωθεί η κοινότητα των κατασκηνωτών (η λέξη αυτοοργάνωση είναι κακοποιημένη δυστυχώς); «Φέξε μου και γλίστρησα» θα σκεφτόταν ο καθένας. Κι’ όμως η κριτική είναι πολύ σημαντική αρκεί να καταλήγει σε πράξη. Δηλαδή, αν την ώρα που κρέμαγα το σακουλάκι με τους κρητικούς γερμάδες στο δέντρο, η φίλη, μου το έπαιρνε από το χέρι και έβρισκε μία άλλη θέση πιο διακριτική και πιο φιλική προς το φυσικό τοπίο, εάν δηλαδή με εκπαίδευε, το ζήτημα θα είχε λυθεί. Και τη λύση δεν θα την είχε δώσει το νομοσχέδιο κάποιου τεχνοκράτη αλλά η ίδια.

Θανάσης Τρομπούκης
vice.gr

Διαβάστε επίσης: Της ελεύθερης κατασκήνωσης το κάγκελο!