The never ending story

photo: Garygrossman

Φύγαμε από το χωριό λίγο πριν τον πόλεμο. Τώρα που το σκέφτομαι πρέπει να κόντευα τα δέκα, τότε δεν ήξερα. Μόνο η μάνα ήξερε, χάραζε τις ημερομηνίες γέννησής μας πίσω από την εικόνα της Αγίας Παρασκευής. Η μάνα ήταν σοφή, ήξερε τα πάντα, πότε έρχονται τα Χριστούγεννα, πότε βγαίνει το ψωμί από το φούρνο, πώς πέφτει ο πυρετός.

Ήμαστε πολλές μέρες στο καράβι αλλά είχε καλοσύνη κι εμείς τα παιδιά  όλο παίζαμε. Και μετά στην Αστόρια πάλι παίζαμε. Μεγαλώναμε, παίζαμε κι ακούγαμε ιστορίες από το χωριό κι απ’ όλο το νησί. Η νοσταλγία της μάνας, ο καημός του θείου κι ο ξεριζωμός. Εκούσιος μεν αλλά σαν το πιο βαρύ μαύρο σύννεφο. Όταν ήμουν έφηβος φέραμε και τον πάππου, πολύ άρρωστο, μήπως και βρει γιατρειά. Αυτός ο άνθρωπος μ’ έκανε ν’ αγαπήσω την Ικαριά και να καταλάβω γιατί τόσα χρόνια οι συγγενείς μιλούσαν γι αυτήν και πονούσαν μακριά της. Ο πάππους γέμισε την ψυχή μου με πρόσωπα, με τόπους, με χαρές και γλέντια, με αισθήματα. Με πρόλαβε σε μια εποχή που οι λιγοστές μου παιδικές αναμνήσεις, μπερδεμένες και αποσπασματικές, θόλωναν και ξεμάκραιναν όλο και περισσότερο. 

Είχε ένα αμπέλι ο πάππους, καμάρι δικό του και του χωριού ολόκληρου, στο καλύτερο μέρος, με το πιο έφορο χώμα. Όλος του ο κόπος εκεί και πιο ψηλά στο Μαγγουράτο που είχε τις ελιές. Λιοπύρι κι ο ίδρως με τον κουβά, μου έλεγε, αλλά «να κάτι κοφίνια γεμάτα φωκιανό και μπεγλέρι». Τελικά έλιωσε γρήγορα από την αρρώστια αλλά χωρίς να το ξέρει είχε κάμει το θαύμα του, μέσα μου, βαθιά στην ψυχή μου.

Εγώ ο Αμερικάνος, σχεδόν από κούνια, άρχισα να μαραζώνω, να μην αντέχω τον τόπο που μεγάλωσα, τον τόπο που έθρεψε εμένα και τα παιδιά μου. Μέρα με τη μέρα θέριευε μέσα μου η επιθυμία να ξενιτευτώ. Να γυρίσω πίσω στο άγνωστο χωριό που γνώριζα πιο καλά κι απ’ τις παλάμες μου. Έκανα υπομονή. Πάντρεψα πρώτα τη Μάρω μου, μετά το Σιδεράκη και με αεροπλάνο πλέον, μ’ ένα σύντομο και χωρίς παιχνίδι ταξίδι, βρέθηκα στην πατρίδα.

Πρώτα έμαθα να ξεχωρίζω τον κασμά από το δικέλλι και μετά πώς να σκάβω πιο ξεκούραστα να μην πονάει η μέση. Έμαθα να κλαδεύω και να ξεφυλλίζω τα κλήματα. Έμαθα να θειαφώνω και να κοπρίζω. Το πρώτο τσαμπί που έκοψα το πήγα στον τάφο της γιαγιάς, ο πάππους ήταν θαμμένος στα ξένα. Ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου κι ήμουν σίγουρος πως κι εκείνοι ήταν ευχαριστημένοι. Από τότε τρύγησα πολλές φορές, γλέντησα μ’ όλους τους χωριανούς πίνοντας δυνατό μπρούσκο κρασί, το δικό μου κρασί. Αμέτρητες φορές σηκώσαμε τα ποτήρια στην υγειά όλου του κόσμου και στον πλούτο της καριώτικης γης.

Ήρθε όμως η καταστροφή. Οκτώβρης ήταν που η φύση, θυμωμένη κι άγρια όσο ποτέ, τα πήρε όλα. Τόνοι λάσπης και θλίψη. Τεράστιοι λούροι στα περιβόλια και πάνω στα σπίτια. Απελπισία και οδύνη. Και κάτω από τη λάσπη όλο το βιος. Το δικό μου, των γειτόνων. Στην πέτρα έκατσα κι έκλαψα. Για λίγο μόνο. Είμαι παιδί του Κάβο-Πάπα και ξέρω καλά πως η ζωή δεν χάρισε ποτέ και τίποτα σε κανέναν από μας. Ξέρω καλά πως το χωριό θα γίνει πιο όμορφο από πρώτα. Ξέρω πως μόλις το καθαρίσουμε πάλι γλέντι θα κάμουμε.

Τώρα πια που κοντεύει ο καιρός για το μεγάλο ταξίδι δε σκοτίζομαι για τις υποσχέσεις και τις αποζημιώσεις. Μόνο για ένα πράγμα παρακαλώ. Να μου δώσει ο θεός λίγα χρόνια ακόμα, να πηγαίνω στ’ αμπέλι, έστω και με το μπαστούνι.

Να κόψω πάλι το πρώτο τσαμπί, το πιο γλυκό απ’ όλα. Κι είμαι σίγουρος, ο πάππους, από ‘κει ψηλά που μας βλέπει, θα ‘ναι χαρούμενος. Για όσα άθελά του μου ‘μαθε. Για όλους τους συντοπίτες που πεισμώνουν και προσπαθούν. Για όλη την ομορφιά που δεν τελειώνει ποτέ.    

Γιάννης Κέφαλος
jianniskefalos@yahoo.gr